- χειρῖδες
- χειρίςa covering for the handfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειρίδες — χειρίς a covering for the hand fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТЕАТРАЛЬНЫЕ ПРЕДСТАВЛЕНИЯ — • Ludi scaenici. Т. представления в древности, как в Афинах, так и в Риме, не были в частных руках; ими заведовало государство, хотя исполнение в каждом отдельном случае предоставлялось частным лицам. В Афинах представления трагедий и … Реальный словарь классических древностей
αμφιμάσχαλος — Αρχαίο ένδυμα των Αθηναίων. Ήταν είδος χιτώνα, κλειστός και από τις δύο πλευρές, που κάλυπτε τους ώμους και το πάνω μέρος των χεριών. Αργότερα κάλυπτε και τα χέρια μέχρι τους αγκώνες. Για τον λόγο αυτό ονομάστηκε χιτών χειριδωτός. Διέφερε από τον … Dictionary of Greek
αχειρίδωτος — ἀχειρίδωτος, ον (AM) [χειριδωτός] ο χωρίς χειρίδες, μανίκια … Dictionary of Greek
κάνδυς — κάνδυς, ὁ (Α) είδος ευρύχωρου μανδύα με χειρίδες, που αποτελούσε το ένδυμα τών Περσών, τών Μήδων και τών Πάρθων και ήταν κυρίως στρατιωτικό ένδυμα, αλλ. κανδύκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως, άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
μάνικα — η (Μ μάνικα) νεοελλ. υδροσωλήνας αντλιών από χοντρό ύφασμα, καουτσούκ ή πλαστικό, που χρησιμοποιείται για μετάγγιση ή εκτόξευση νερού μσν. σιδερένια θωράκιση για την προστασία τών βραχιόνων πολεμιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. manicae, arum «χειρίδες,… … Dictionary of Greek
χειριδούμαι — όομαι, Α [χειρίς, ῑδος] 1. αποκτώ χέρια, έχω χέρια 2. (για ένδυμα) μού προστίθενται χειρίδες, μού βάζουν μανίκια … Dictionary of Greek
χειρομάνικο — το / χειρομάνικον, ΝΜ, και χερομάνικο Ν 1. το μανίκι 2. στον πληθ. τα χειρομάνικα (βυζ.) οι χειρίδες από δικτυωτό μεταλλικό πλέγμα ή από χοντρό κατεργασμένο δέρμα, τις οποίες έφεραν οι Βυζαντινοί στρατιώτες ως συμπλήρωμα τού θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek